ηρεμώ: Difference between revisions
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
(16) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />(Α ἠρεμῶ, -έω, δωρ. τ. ἀρεμῶ) [[ηρέμα]]<br />[[είμαι]] [[ήρεμος]], [[ησυχάζω]], [[γαληνεύω]] (α. «η [[θάλασσα]] ηρέμησε» β. «κινεῑται ἤ ἠρεμεῑ το πεφυκός», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγνωρίζω]] [[απόφαση]], συμμορφώνομαι<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[ακίνητος]], [[παραμένω]] [[αμετάβλητος]]<br /><b>3.</b> [[αναχαιτίζω]] κάποιον από το να κάνει [[κάτι]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />(Α ἠρεμῶ, -έω, δωρ. τ. ἀρεμῶ) [[ηρέμα]]<br />[[είμαι]] [[ήρεμος]], [[ησυχάζω]], [[γαληνεύω]] (α. «η [[θάλασσα]] ηρέμησε» β. «κινεῑται ἤ ἠρεμεῑ το πεφυκός», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγνωρίζω]] [[απόφαση]], συμμορφώνομαι<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[ακίνητος]], [[παραμένω]] [[αμετάβλητος]]<br /><b>3.</b> [[αναχαιτίζω]] κάποιον από το να κάνει [[κάτι]].<br /><b>(II)</b><br />ἠρεμῶ, -όω (Μ) [[ηρέμα]]<br />ζω στη [[μοναξιά]], ζω ως [[ερημίτης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
(Α ἠρεμῶ, -έω, δωρ. τ. ἀρεμῶ) ηρέμα
είμαι ήρεμος, ησυχάζω, γαληνεύω (α. «η θάλασσα ηρέμησε» β. «κινεῑται ἤ ἠρεμεῑ το πεφυκός», Αριστοτ.)
αρχ.
1. αναγνωρίζω απόφαση, συμμορφώνομαι
2. είμαι ακίνητος, παραμένω αμετάβλητος
3. αναχαιτίζω κάποιον από το να κάνει κάτι.
(II)
ἠρεμῶ, -όω (Μ) ηρέμα
ζω στη μοναξιά, ζω ως ερημίτης.