κάργα: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
(19) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> πλήρως, ξεχειλιστά, ώς [[απάνω]], ώς τα χείλια, ξέχειλα, [[φίσκα]] («όλα τα ποτήρια [[είναι]] [[κάργα]] γεμάτα»)<br /><b>2.</b> σε υπερβολικά μεγάλο αριθμό («το [[θέατρο]] [[κάθε]] [[βράδυ]] [[είναι]] [[κάργα]]»)<br /><b>3.</b> έντονα, με όλη τη [[δύναμη]]<br /><b>4.</b> πολύ [[σφιχτά]] («του έδεσαν τα χέρια [[κάργα]]»<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> <b>ναυτ.</b> «[[κάργα]] τα [[κουπιά]]» — [[πρόσταγμα]] στους κωπηλάτες να κωπηλατούν με όλη τους τη [[δύναμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> βεν. <i>carga</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> πλήρως, ξεχειλιστά, ώς [[απάνω]], ώς τα χείλια, ξέχειλα, [[φίσκα]] («όλα τα ποτήρια [[είναι]] [[κάργα]] γεμάτα»)<br /><b>2.</b> σε υπερβολικά μεγάλο αριθμό («το [[θέατρο]] [[κάθε]] [[βράδυ]] [[είναι]] [[κάργα]]»)<br /><b>3.</b> έντονα, με όλη τη [[δύναμη]]<br /><b>4.</b> πολύ [[σφιχτά]] («του έδεσαν τα χέρια [[κάργα]]»<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> <b>ναυτ.</b> «[[κάργα]] τα [[κουπιά]]» — [[πρόσταγμα]] στους κωπηλάτες να κωπηλατούν με όλη τους τη [[δύναμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> βεν. <i>carga</i>].<br /><b>(II)</b><br />και [[κάργια]] και [[κάρια]], η (Μ [[κάργα]])<br />[[άλλη]] [[κοινή]] [[ονομασία]] της καλιακούδας<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «βοῶ τὴν κάργαν» — [[κομπορρημονώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>karga</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:09, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
επίρρ.
1. πλήρως, ξεχειλιστά, ώς απάνω, ώς τα χείλια, ξέχειλα, φίσκα («όλα τα ποτήρια είναι κάργα γεμάτα»)
2. σε υπερβολικά μεγάλο αριθμό («το θέατρο κάθε βράδυ είναι κάργα»)
3. έντονα, με όλη τη δύναμη
4. πολύ σφιχτά («του έδεσαν τα χέρια κάργα»
5. φρ. ναυτ. «κάργα τα κουπιά» — πρόσταγμα στους κωπηλάτες να κωπηλατούν με όλη τους τη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. carga].
(II)
και κάργια και κάρια, η (Μ κάργα)
άλλη κοινή ονομασία της καλιακούδας
μσν.
φρ. «βοῶ τὴν κάργαν» — κομπορρημονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. karga].