κάργα

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek Monolingual

(I)
επίρρ.
1. πλήρως, ξεχειλιστά, ώς απάνω, ώς τα χείλια, ξέχειλα, φίσκα («όλα τα ποτήρια είναι κάργα γεμάτα»)
2. σε υπερβολικά μεγάλο αριθμό («το θέατρο κάθε βράδυ είναι κάργα»)
3. έντονα, με όλη τη δύναμη
4. πολύ σφιχτά («του έδεσαν τα χέρια κάργα»
5. φρ. ναυτ. «κάργα τα κουπιά» — πρόσταγμα στους κωπηλάτες να κωπηλατούν με όλη τους τη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. carga].
(II)
και κάργια και κάρια, η (Μ κάργα)
άλλη κοινή ονομασία της καλιακούδας
μσν.
φρ. «βοῶ τὴν κάργαν» — κομπορρημονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. karga].