θανατώ: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(16)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />θανατῶ, -άω (Α) [[θάνατος]]<br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]] να πεθάνω<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[ετοιμοθάνατος]].———————— <b>(II)</b><br />θανατῶ, -έω (Μ) [[θάνατος]]<br />[[προκαλώ]] τον θάνατο, [[θανατώνω]].———————— <b>(III)</b><br />(AM θανατῶ, -όω) [[θάνατος]]<br /><b>βλ.</b> [[θανατώνω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />θανατῶ, -άω (Α) [[θάνατος]]<br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]] να πεθάνω<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[ετοιμοθάνατος]].<br /><b>(II)</b><br />θανατῶ, -έω (Μ) [[θάνατος]]<br />[[προκαλώ]] τον θάνατο, [[θανατώνω]].<br /><b>(III)</b><br />(AM θανατῶ, -όω) [[θάνατος]]<br /><b>βλ.</b> [[θανατώνω]].
}}
}}

Latest revision as of 13:12, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
θανατῶ, -άω (Α) θάνατος
1. επιθυμώ να πεθάνω
2. είμαι ετοιμοθάνατος.
(II)
θανατῶ, -έω (Μ) θάνατος
προκαλώ τον θάνατο, θανατώνω.
(III)
(AM θανατῶ, -όω) θάνατος
βλ. θανατώνω.