αγρότερος: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(1)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀγρότερος]], -έρα, -ρον (Α) [[ἀγρός]]<br />(για ζώα) [[άγριος]], [[αδάμαστος]], [[ατίθασος]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀγρότερος]], -έρα, -ρον (Α) [[ἄγρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά την [[άγρα]], το [[κυνήγι]], ο [[κυνηγός]] ([[κυρίως]] για τη [[νύμφη]] [[Κυρήνη]]).
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀγρότερος]], -έρα, -ρον (Α) [[ἀγρός]]<br />(για ζώα) [[άγριος]], [[αδάμαστος]], [[ατίθασος]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀγρότερος]], -έρα, -ρον (Α) [[ἄγρα]]<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά την [[άγρα]], το [[κυνήγι]], ο [[κυνηγός]] ([[κυρίως]] για τη [[νύμφη]] [[Κυρήνη]]).
}}
}}

Latest revision as of 13:35, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ἀγρότερος, -έρα, -ρον (Α) ἀγρός
(για ζώα) άγριος, αδάμαστος, ατίθασος.
(II)
ἀγρότερος, -έρα, -ρον (Α) ἄγρα
1. αυτός που αγαπά την άγρα, το κυνήγι, ο κυνηγός (κυρίως για τη νύμφη Κυρήνη).