αγρότερος

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source

Greek Monolingual

(I)
ἀγρότερος, -έρα, -ρον (Α) ἀγρός
(για ζώα) άγριος, αδάμαστος, ατίθασος.
(II)
ἀγρότερος, -έρα, -ρον (Α) ἄγρα
1. αυτός που αγαπά την άγρα, το κυνήγι, ο κυνηγός (κυρίως για τη νύμφη Κυρήνη).