κόπια: Difference between revisions
From LSJ
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
(21) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Μ [[κόπια]])<br />πανομοιότυπο εγγράφου, εντύπου ή ζωγραφικού έργου, [[αντίτυπο]], [[αντίγραφο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το αντιγραφικό [[πιεστήριο]], το [[μηχάνημα]] που βγάζει αντίγραφα<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που απομιμείται [[κάτι]]<br /><b>3.</b> εμπορικό [[βιβλίο]] που περιέχει αντίγραφα επιστολών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>copia</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η (Μ [[κόπια]])<br />πανομοιότυπο εγγράφου, εντύπου ή ζωγραφικού έργου, [[αντίτυπο]], [[αντίγραφο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το αντιγραφικό [[πιεστήριο]], το [[μηχάνημα]] που βγάζει αντίγραφα<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που απομιμείται [[κάτι]]<br /><b>3.</b> εμπορικό [[βιβλίο]] που περιέχει αντίγραφα επιστολών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>copia</i>].<br /><b>(II)</b><br />τα<br />[[κόπος]]<br />(τ. πληθ. του [[κόπος]])<br /><b>1.</b> οι κόποι<br /><b>2.</b> η [[αμοιβή]] που δίνεται σε κάποιον για την [[εργασία]] που προσέφερε. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
η (Μ κόπια)
πανομοιότυπο εγγράφου, εντύπου ή ζωγραφικού έργου, αντίτυπο, αντίγραφο
νεοελλ.
1. το αντιγραφικό πιεστήριο, το μηχάνημα που βγάζει αντίγραφα
2. καθετί που απομιμείται κάτι
3. εμπορικό βιβλίο που περιέχει αντίγραφα επιστολών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. copia].
(II)
τα
κόπος
(τ. πληθ. του κόπος)
1. οι κόποι
2. η αμοιβή που δίνεται σε κάποιον για την εργασία που προσέφερε.