λῆσις: Difference between revisions
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(23) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λῆσις]], -εως, ἡ (Α)<br />[[λήστις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχαία [[μορφή]] του τ. ήταν [[λῆστις]] (<b>βλ.</b> [[λῆστις]]). Στα σύνθ. ο [[αρχαίος]] τ. συμμορφώθηκε [[προς]] τα [[πολλά]] θηλ. σε -<i>σις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔκ</i>-<i>λησις</i>, <i>ἐπί</i>-<i>λησις</i>), από όπου και το απλό [[λῆσις]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[λῆσις]], -εως, ἡ (Α)<br />[[λήστις]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχαία [[μορφή]] του τ. ήταν [[λῆστις]] (<b>βλ.</b> [[λῆστις]]). Στα σύνθ. ο [[αρχαίος]] τ. συμμορφώθηκε [[προς]] τα [[πολλά]] θηλ. σε -<i>σις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἔκ</i>-<i>λησις</i>, <i>ἐπί</i>-<i>λησις</i>), από όπου και το απλό [[λῆσις]].<br /> <b>(II)</b><br />[[λῆσις]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[βούλησις]], [[αἵρεσις]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λῶ</i> «[[θέλω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βούλη</i>-<i>σις</i>, [[ποίη]]-<i>σις</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 9 January 2019
English (LSJ)
(A), εως, ἡ, (λήθω)
A = λῆστις, Hsch. s.v. ληθεδών (λύσις cod.); f.l. for λῆστις in Critias 6.12 D.
λῆσις (B), εως, ἡ, (λῶ)
Greek (Liddell-Scott)
λῆσις: (Α), ἡ, (λήθω) = λῆστις, Κριτίας 2. 12, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
λῆσις, -εως, ἡ (Α)
λήστις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία μορφή του τ. ήταν λῆστις (βλ. λῆστις). Στα σύνθ. ο αρχαίος τ. συμμορφώθηκε προς τα πολλά θηλ. σε -σις (πρβλ. ἔκ-λησις, ἐπί-λησις), από όπου και το απλό λῆσις.
(II)
λῆσις, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «βούλησις, αἵρεσις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῶ «θέλω» + κατάλ. -σις (πρβλ. βούλη-σις, ποίη-σις)].