οφέλλω: Difference between revisions

From LSJ

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216
(30)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀφέλλω]] (Α)<br />(επικ. και αρκαδ. τ.) <b>βλ.</b> [[οφείλω]].———————— <b>(II)</b><br />[[ὀφέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αυξάνω]], [[μεγαλώνω]], [[υψώνω]], [[επιτείνω]] («οὐ γάρ τις κείνῳ ἐναλίγκια κύματ' ὀφέλλει... [[πόρος]]», Διον. Περ.)<br /><b>2.</b> [[δίνω]] [[τιμή]], [[τιμώ]] («[[πεδίον]] σὺν θεῶν ὀφέλλειν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[ὀφέλλω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>οφέλ</i>-<i>jω</i>) συνδέεται πιθ. με αρμ. <i>aweli</i>, <i>y</i>-<i>awel</i>- «[[προσθέτω]], [[αυξάνω]]», <i>arawel</i> «[[πλέον]], περισσότερο» (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>obhel</i>-). Αν η [[σύνδεση]] αυτή ευσταθεί, [[τότε]] θα [[πρέπει]] να αποδοθεί στη λ. [[ὄφελος]] η αρχική σημ. «[[αύξηση]], [[επαύξηση]]» και να συνδεθεί η λ. με το μυκην. <i>opero</i> «όφελος από χρηματικό λογαριασμό», [[οπότε]] και τα ρ. [[ὀφείλω]] και [[ὀφέλλω]], σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, θα έχουν [[κοινή]] [[προέλευση]]. Η [[άποψη]], [[τέλος]], ότι το ομηρ. [[ὄφελος]] και το μυκην. <i>opero</i> [[είναι]] απλά ομώνυμα φαίνεται λιγότερο πιθανή].———————— <b>(III)</b><br />[[ὀφέλλω]] (Α)<br />[[σαρώνω]], [[σκουπίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. συνδέεται με το αρμ. <i>awelum</i> «[[σκουπίζω]], [[σαρώνω]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀφέλλω]] (Α)<br />(επικ. και αρκαδ. τ.) <b>βλ.</b> [[οφείλω]].<br /> <b>(II)</b><br />[[ὀφέλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αυξάνω]], [[μεγαλώνω]], [[υψώνω]], [[επιτείνω]] («οὐ γάρ τις κείνῳ ἐναλίγκια κύματ' ὀφέλλει... [[πόρος]]», Διον. Περ.)<br /><b>2.</b> [[δίνω]] [[τιμή]], [[τιμώ]] («[[πεδίον]] σὺν θεῶν ὀφέλλειν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. [[ὀφέλλω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>οφέλ</i>-<i>jω</i>) συνδέεται πιθ. με αρμ. <i>aweli</i>, <i>y</i>-<i>awel</i>- «[[προσθέτω]], [[αυξάνω]]», <i>arawel</i> «[[πλέον]], περισσότερο» (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>obhel</i>-). Αν η [[σύνδεση]] αυτή ευσταθεί, [[τότε]] θα [[πρέπει]] να αποδοθεί στη λ. [[ὄφελος]] η αρχική σημ. «[[αύξηση]], [[επαύξηση]]» και να συνδεθεί η λ. με το μυκην. <i>opero</i> «όφελος από χρηματικό λογαριασμό», [[οπότε]] και τα ρ. [[ὀφείλω]] και [[ὀφέλλω]], σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, θα έχουν [[κοινή]] [[προέλευση]]. Η [[άποψη]], [[τέλος]], ότι το ομηρ. [[ὄφελος]] και το μυκην. <i>opero</i> [[είναι]] απλά ομώνυμα φαίνεται λιγότερο πιθανή].<br /> <b>(III)</b><br />[[ὀφέλλω]] (Α)<br />[[σαρώνω]], [[σκουπίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. συνδέεται με το αρμ. <i>awelum</i> «[[σκουπίζω]], [[σαρώνω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
ὀφέλλω (Α)
(επικ. και αρκαδ. τ.) βλ. οφείλω.
(II)
ὀφέλλω (Α)
1. αυξάνω, μεγαλώνω, υψώνω, επιτείνω («οὐ γάρ τις κείνῳ ἐναλίγκια κύματ' ὀφέλλει... πόρος», Διον. Περ.)
2. δίνω τιμή, τιμώπεδίον σὺν θεῶν ὀφέλλειν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. ὀφέλλω (< οφέλ-) συνδέεται πιθ. με αρμ. aweli, y-awel- «προσθέτω, αυξάνω», arawel «πλέον, περισσότερο» (< ΙΕ ρίζα obhel-). Αν η σύνδεση αυτή ευσταθεί, τότε θα πρέπει να αποδοθεί στη λ. ὄφελος η αρχική σημ. «αύξηση, επαύξηση» και να συνδεθεί η λ. με το μυκην. opero «όφελος από χρηματικό λογαριασμό», οπότε και τα ρ. ὀφείλω και ὀφέλλω, σύμφωνα με την άποψη αυτή, θα έχουν κοινή προέλευση. Η άποψη, τέλος, ότι το ομηρ. ὄφελος και το μυκην. opero είναι απλά ομώνυμα φαίνεται λιγότερο πιθανή].
(III)
ὀφέλλω (Α)
σαρώνω, σκουπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το αρμ. awelum «σκουπίζω, σαρώνω»].