οφέλλω
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
(I)
ὀφέλλω (Α)
(επικ. και αρκαδ. τ.) βλ. οφείλω.
(II)
ὀφέλλω (Α)
1. αυξάνω, μεγαλώνω, υψώνω, επιτείνω («οὐ γάρ τις κείνῳ ἐναλίγκια κύματ' ὀφέλλει... πόρος», Διον. Περ.)
2. δίνω τιμή, τιμώ («πεδίον σὺν θεῶν ὀφέλλειν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. ὀφέλλω (< οφέλ-jω) συνδέεται πιθ. με αρμ. aweli, y-awel- «προσθέτω, αυξάνω», arawel «πλέον, περισσότερο» (< ΙΕ ρίζα obhel-). Αν η σύνδεση αυτή ευσταθεί, τότε θα πρέπει να αποδοθεί στη λ. ὄφελος η αρχική σημ. «αύξηση, επαύξηση» και να συνδεθεί η λ. με το μυκην. opero «όφελος από χρηματικό λογαριασμό», οπότε και τα ρ. ὀφείλω και ὀφέλλω, σύμφωνα με την άποψη αυτή, θα έχουν κοινή προέλευση. Η άποψη, τέλος, ότι το ομηρ. ὄφελος και το μυκην. opero είναι απλά ομώνυμα φαίνεται λιγότερο πιθανή].
(III)
ὀφέλλω (Α)
σαρώνω, σκουπίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. συνδέεται με το αρμ. awelum «σκουπίζω, σαρώνω»].