λεπτοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
(3) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[σύνθετα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>leptosyne</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>leptosyne</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λεπτοσύνη]])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[σύνθετα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>leptosyne</i> <span style="color: red;"><</span> νεολατ. <i>leptosyne</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λεπτοσύνη]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[λεπτοσύνη]], ἡ (ΑM) [[λεπτός]]<br />[[λεπτότητα]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A = λεπτότης, AP11.110 (Nicarch.).
German (Pape)
[Seite 31] ἡ, poet. = λεπτότης, Nicarch. 16 (XI, 110).
Greek (Liddell-Scott)
λεπτοσύνη: ἡ = λεπτότης, Ἀνθ. Π. 11. 110.
Greek Monolingual
(I)
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας σύνθετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. leptosyne < νεολατ. leptosyne (< λεπτοσύνη)].
(II)
λεπτοσύνη, ἡ (ΑM) λεπτός
λεπτότητα.
Greek Monotonic
λεπτοσύνη: ἡ, = λεπτότης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λεπτοσύνη: (ῠ) ἡ Anth. = λεπτότης.