πανός: Difference between revisions

From LSJ

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source
(2b)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />([[κατά]] τον <b>Αθήν.</b>) «[[πανός]], [[ἄρτος]]. Μεσσάπιοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ. από τη διάλ. του Τάραντος και συνδέεται με το λατ. <i>panis</i> «[[άρτος]]»].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />ο [[φανός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη παραμένει η [[σύνδεση]] της λ. με το [[φανός]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />([[κατά]] τον <b>Αθήν.</b>) «[[πανός]], [[ἄρτος]]. Μεσσάπιοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ. από τη διάλ. του Τάραντος και συνδέεται με το λατ. <i>panis</i> «[[άρτος]]»].<br /> <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />ο [[φανός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη παραμένει η [[σύνδεση]] της λ. με το [[φανός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανός Medium diacritics: πανός Low diacritics: πανός Capitals: ΠΑΝΟΣ
Transliteration A: panós Transliteration B: panos Transliteration C: panos Beta Code: pano/s

English (LSJ)

ὁ, Messapian for ἄρτος, Ath.3.111c.
πᾱνός, ὁ,

   A torch, v. φανός.

German (Pape)

[Seite 461] ὁ (panis), = ἄρτος, bei den Messapiern, Ath. III, 111 c. ὁ, = φανός, Fackel; Aesch. Ag. 275; πυρίφλεκτος, Eur. Ion 195.

Greek (Liddell-Scott)

πανός: ὁ, «πανός, ἄρτος, Μεσσάπιοι, καὶ τὴν πλησμονὴν πανίαν, καὶ πάνια τὰ πλήσμια» Ἀθήν. 111C· πρβλ. τὸ Λατ. panis.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
flambeau, torche.
Étymologie: cf. φανός.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
(κατά τον Αθήν.) «πανός, ἄρτος. Μεσσάπιοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. από τη διάλ. του Τάραντος και συνδέεται με το λατ. panis «άρτος»].
(II)
ὁ, Α
ο φανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη παραμένει η σύνδεση της λ. με το φανός.

Greek Monotonic

πᾱνός: ὁ, δάδα, = φανός, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πᾱνός -οῦ, ὁ poët., fakkel.

Russian (Dvoretsky)

πᾱνός: ὁ (= φανός II) факел Aesch.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: torch (A. Ag. 284 [codd. φαν-], S. Fr. 184, E. Ion 195 a. 1294 [codd. πταν-], Men.).
Origin: XX [etym. unknown], PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. To be rejected Ehrlich Betonung 99 and Fick KZ 18, 416 (s. Bq and WP. 2, 14 f.); quite hypothetic Kretschmer KZ 31, 444 f.: to Germ. *spēnu- in NHG Span etc. Cf. φᾶνός s. φαίνω. -- Furnée 318 thinks the word may be Pre-greek, because of the form with πτ-.