ὠκύποινος: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 483
(4b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὠκύποινος:''' быстро караемый ([[παρβασία]] Aesch.). | |elrutext='''ὠκύποινος:''' быстро караемый ([[παρβασία]] Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὠκύ-ποινος, ον, [[ποινή]]<br />[[quickly]]-avenged, Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A quickly avenged, παρβασία A.Th.743 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠκύποινος: -ον, ταχέως τιμωρούμενος, παρβασία Αἰσχύλ. Θήβ. 743.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui châtie promptement, qui amène un prompt châtiment.
Étymologie: ὠκύς, ποινή.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που τιμωρείται γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -ποινος (< ποινή), πρβλ. πολύ-ποινος].
Greek Monotonic
ὠκύποινος: -ον (ποινή), αυτός που τιμωρείται άμεσα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὠκύποινος: быстро караемый (παρβασία Aesch.).