στύμα: Difference between revisions

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ατος, τὸ, Α<br />(<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[στόμα]].———————— <b>(II)</b><br />το / στῡμα, -ύματος, ΝΑ [[στύω]]/ <i>στύομαι</i>]<br />[[στύση]] του ανδρικού μορίου.
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ατος, τὸ, Α<br />(<b>αιολ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[στόμα]].<br /> <b>(II)</b><br />το / στῡμα, -ύματος, ΝΑ [[στύω]]/ <i>στύομαι</i>]<br />[[στύση]] του ανδρικού μορίου.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στύμα Medium diacritics: στύμα Low diacritics: στύμα Capitals: ΣΤΥΜΑ
Transliteration A: stýma Transliteration B: styma Transliteration C: styma Beta Code: stu/ma

English (LSJ)

   A v. στόμα.    II dub.sens.in PTeb. 815 Fr.6 iii 58 (iii B.C.), and in Hsch. s.v. στυαγόν.

Greek (Liddell-Scott)

στύμα: τό, Αἰολ. ἀντὶ στόμα, Θεόκρ. 29. 25.

Greek Monolingual

(I)
-ατος, τὸ, Α
(αιολ. τ.) βλ. στόμα.
(II)
το / στῡμα, -ύματος, ΝΑ στύω/ στύομαι]
στύση του ανδρικού μορίου.

Greek Monotonic

στύμα: -ατος, τό, Αιολ. αντί στόμα.

Russian (Dvoretsky)

στύμα: или στῦμα, ατος τό эол. Theocr. = στόμα.