νήοχος: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(3b)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νήοχος:''' управляющий кораблем (πηδάλια Anth.).
|elrutext='''νήοχος:''' управляющий кораблем (πηδάλια Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νήοχος]], ον, = [[νηοῦχος]], Anth.]
}}
}}

Revision as of 12:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήοχος Medium diacritics: νήοχος Low diacritics: νήοχος Capitals: ΝΗΟΧΟΣ
Transliteration A: nḗochos Transliteration B: nēochos Transliteration C: niochos Beta Code: nh/oxos

English (LSJ)

ον,

   A guiding ships, πηδάλια AP7.636 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 253] = νηοῦχος, πηδάλια, Crinag. 39 (VII, 636).

Greek (Liddell-Scott)

νήοχος: -ον, ὁ φυλάττων, κυβερνῶν πλοῖον, νήοχα πηδάλια Ἀνθ. Π. 7. 636. (Πρβλ. πολίοχος).

Greek Monolingual

νήοχος, -ον (Α)
1. αυτός που φυλάσσει το πλοίο
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που κυβερνά το πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + -οχος (< ἔχω), πρβλ. ηνί-οχος, λιμενή-οχος].

Greek Monotonic

νήοχος: -ον, = νηοῦχος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νήοχος: управляющий кораблем (πηδάλια Anth.).

Middle Liddell

νήοχος, ον, = νηοῦχος, Anth.]