σάλιο: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(36) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />το, ΝΜ<br />υδαρές και ιξώδες [[υγρό]] που εκκρίνεται από τους σιαλογόνους αδένες και χύνεται στην στοματική [[κοιλότητα]], ο [[σίελος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «δεν έχω [[σάλιο]]»<br /><b>μτφ.</b> [[είμαι]] εντελώς [[απένταρος]]<br />β) «τρέχουν τα σάλια του»<br /><b>μτφ.</b> λέγεται για κάποιον που ορέγεται, που επιθυμεί πολύ να φάει ή να αποκτήσει [[κάτι]]<br />γ) «σάλια, μύξες» — ανόητα ή παιδαριώδη [[λόγια]], ανοησίες, σαλιαρίσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σάλιο]] έχει προέλθει από το αρχ. [[σίαλον]] (μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. <i>σιάλιον</i>) με [[αποβολή]] του -<i>ι</i>-, <b>πρβλ.</b> [[σαγόνι]]: [[σιαγόνιον]], [[ψαθί]]: [[ψιάθιον]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />το, ΝΜ<br />υδαρές και ιξώδες [[υγρό]] που εκκρίνεται από τους σιαλογόνους αδένες και χύνεται στην στοματική [[κοιλότητα]], ο [[σίελος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «δεν έχω [[σάλιο]]»<br /><b>μτφ.</b> [[είμαι]] εντελώς [[απένταρος]]<br />β) «τρέχουν τα σάλια του»<br /><b>μτφ.</b> λέγεται για κάποιον που ορέγεται, που επιθυμεί πολύ να φάει ή να αποκτήσει [[κάτι]]<br />γ) «σάλια, μύξες» — ανόητα ή παιδαριώδη [[λόγια]], ανοησίες, σαλιαρίσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[σάλιο]] έχει προέλθει από το αρχ. [[σίαλον]] (μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. <i>σιάλιον</i>) με [[αποβολή]] του -<i>ι</i>-, <b>πρβλ.</b> [[σαγόνι]]: [[σιαγόνιον]], [[ψαθί]]: [[ψιάθιον]].<br /> <b>(II)</b><br />το, Ν<br /><b>ναυτ.</b> <b>βλ.</b> [[σάλι]] (ΙΙ). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:05, 9 January 2019
Greek Monolingual
(I)
το, ΝΜ
υδαρές και ιξώδες υγρό που εκκρίνεται από τους σιαλογόνους αδένες και χύνεται στην στοματική κοιλότητα, ο σίελος
νεοελλ.
φρ. α) «δεν έχω σάλιο»
μτφ. είμαι εντελώς απένταρος
β) «τρέχουν τα σάλια του»
μτφ. λέγεται για κάποιον που ορέγεται, που επιθυμεί πολύ να φάει ή να αποκτήσει κάτι
γ) «σάλια, μύξες» — ανόητα ή παιδαριώδη λόγια, ανοησίες, σαλιαρίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σάλιο έχει προέλθει από το αρχ. σίαλον (μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. σιάλιον) με αποβολή του -ι-, πρβλ. σαγόνι: σιαγόνιον, ψαθί: ψιάθιον.
(II)
το, Ν
ναυτ. βλ. σάλι (ΙΙ).