αἰγίπους: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source
(1)
(1a)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''αἰγίπους:''' 2, gen. ποδος козлоногий ([[ἄνδρες]] Her.).
|elrutext='''αἰγίπους:''' 2, gen. ποδος козлоногий ([[ἄνδρες]] Her.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[αἰγιπόδης]], Hdt.]
}}
}}

Revision as of 12:40, 9 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

αἰγίπους: ποδος, ὁ, ἡ, -πουν, τό, = τῷ προηγ., Ἡρόδ. 4. 25.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. ίποδος
aux pieds de chèvre.
Étymologie: αἴξ, πούς.

Spanish (DGE)

-ουν

• Morfología: [gen. -ποδος]
de pies de cabra οἰκέειν τὰ ὄρεα αἰγίποδας ἄνδρας Hdt.4.25, neutr. Sch.Theoc.1.3/4d.

Greek Monotonic

αἰγίπους: -ποδος, ὁ, ἡ, τὸ αἰγίπουν = το προηγ., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

αἰγίπους: 2, gen. ποδος козлоногий (ἄνδρες Her.).

Middle Liddell

= αἰγιπόδης, Hdt.]