Σκίρτος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Σκίρτος:''' ὁ ([[σκιρτάω]]), Άλτης, όνομα Σατύρου, σε Ανθ.
|lsmtext='''Σκίρτος:''' ὁ ([[σκιρτάω]]), Άλτης, όνομα Σατύρου, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Σκίρτος]], ὁ, [[σκιρτάω]]<br />leaper, [[name]] of a [[Satyr]], Anth.
}}
}}

Revision as of 12:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σκίρτος Medium diacritics: Σκίρτος Low diacritics: Σκίρτος Capitals: ΣΚΙΡΤΟΣ
Transliteration A: Skírtos Transliteration B: Skirtos Transliteration C: Skirtos Beta Code: *ski/rtos

English (LSJ)

ὁ, Leaper, name of a Satyr, AP7.707 (Diosc.), Nonn.D. 14.111; Σκίρτοι, attendants of Dionysus, Corn.ND30.

Greek (Liddell-Scott)

Σκίρτος: ὁ, ὁ Πηδητής, ὄνομα Σατύρου, Ἀνθ. Π. 7. 707, Νόνν.· Σκίρτοι, θεράποντες τοῦ Βάκχου, Κορνούτ. π. Θεῶν Φύσ. 30.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. προσωνυμία Σατύρου
2. στον πληθ. οἱ Σκίρτοι
οι ακόλουθοι του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από αμάρτυρο προσηγορικό σκίρτος (υποχωρητικά < σκιρτῶ)].

Greek Monotonic

Σκίρτος: ὁ (σκιρτάω), Άλτης, όνομα Σατύρου, σε Ανθ.

Middle Liddell

Σκίρτος, ὁ, σκιρτάω
leaper, name of a Satyr, Anth.