ἰθύθριξ: Difference between revisions
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
(2b) |
(1ab) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰθύθριξ:''' τρῐχος adj. с гладкими или с прямыми волосами (Αἰθίοπες Her.). | |elrutext='''ἰθύθριξ:''' τρῐχος adj. с гладкими или с прямыми волосами (Αἰθίοπες Her.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἰ¯θύ-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,<br />[[straight]]-haired, opp. to [[οὐλόθριξ]] (wooly-haired), Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 9 January 2019
German (Pape)
[Seite 1245] τριχος, mit geradem, schlichtem Haare; Her. 7, 70; Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθύθριξ: ῑθ, τρῐχος, ὁ, ἡ, ἔχων τρίχας εὐθείας, ἀντίθετον τῷ οὐλόθριξ (ἔχων «σγουρὰ μαλλιά»), Ἡρόδ. 7. 70, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955.
French (Bailly abrégé)
ύτριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux droits, càd non crépus.
Étymologie: ἰθύς, θρίξ.
Greek Monolingual
ἰθύθριξ, -ύτριχος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ίσιες τρίχες, ίσια μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + θριξ «τρίχα»].
Greek Monotonic
ἰθύθριξ: [ῑ], -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ίσια μαλλιά, αντίθ. προς το οὐλόθριξ (= αυτός που έχει σγουρά μαλλιά), σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἰθύθριξ: τρῐχος adj. с гладкими или с прямыми волосами (Αἰθίοπες Her.).
Middle Liddell
ἰ¯θύ-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,
straight-haired, opp. to οὐλόθριξ (wooly-haired), Hdt.