καταχρώζω: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(1ab) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταχρώζω:''' ή χρώννῠμι, μέλ. <i>-χρώσω</i>, [[χρωματίζω]] — Παθ., κηλιδώνομαι, στιγματίζομαι, σε Ευρ. | |lsmtext='''καταχρώζω:''' ή χρώννῠμι, μέλ. <i>-χρώσω</i>, [[χρωματίζω]] — Παθ., κηλιδώνομαι, στιγματίζομαι, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=or -χρώννῢμι fut. -χρώσω<br />to [[colour]]:— Pass. to be stained, Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:10, 9 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
καταχρώζω: τῷ ἑπομένῳ.
French (Bailly abrégé)
c. καταχρώννυμι.
Étymologie: κατά, χρῴζω.
Greek Monolingual
καταχρώζω (AM)
άλλος τ. του καταχρώννυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρώζω «χρωματίζω»].
Greek Monotonic
καταχρώζω: ή χρώννῠμι, μέλ. -χρώσω, χρωματίζω — Παθ., κηλιδώνομαι, στιγματίζομαι, σε Ευρ.
Middle Liddell
or -χρώννῢμι fut. -χρώσω
to colour:— Pass. to be stained, Eur.