καταίβασις: Difference between revisions
From LSJ
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
(2b) |
(1ab) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταίβᾰσις:''' ἡ Anth. = [[κατάβασις]]. | |elrutext='''καταίβᾰσις:''' ἡ Anth. = [[κατάβασις]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[καταί]]-βᾰσις, εως poet. for [[κατάβασις]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 9 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ, poet. for κατάβασις, AP11.23 (Antip.).
Greek (Liddell-Scott)
καταίβᾰσις: -εως, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ κατάβασις, Ἀνθ. Π. 11. 23.
Greek Monolingual
καταίβασις, ἡ (Α)
μετάβαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. του κατάβασις. Το καται- πιθ. κατ' επίδραση του καται-βάτης.
Greek Monotonic
καταίβᾰσις: -εως, ἡ, ποιητ. αντί κατάβασις, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
καταίβᾰσις: ἡ Anth. = κατάβασις.