πεσσευτής: Difference between revisions
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πεσσευτής:''' атт. [[πεττευτής]], οῦ ὁ игрок в шашки Plat., Polyb. | |elrutext='''πεσσευτής:''' атт. [[πεττευτής]], οῦ ὁ игрок в шашки Plat., Polyb. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πεσσευτής]], οῦ, ὁ, [[πεσσεύω]]<br />a [[draught]]-[[player]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 9 January 2019
English (LSJ)
Att. πεττ-, οῦ, ὁ, (πεσσεύω)
A draught-player, Pl.Plt.292e ; applied to Divine Providence, Id.Lg.903d.
German (Pape)
[Seite 603] ὁ, der mit den Steinen im Brett Spielende, Plat. Polit. 292 e; auch von der Alles anordnenden u. setzenden Gottheit, Legg. X, 903 d; Pol. 1, 84, 7 sagt συγκλείων πολλοὺς ὥςπερ ἀγαθὸς πεττευτής.
Greek (Liddell-Scott)
πεσσευτής: -οῦ, ὁ, (πεσσεύω) ὁ παίζων τοὺς πεσσούς, Πλάτ. Πολιτικ. 292Ε· λέγεται περὶ τῆς Θείας προνοίας, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 903D.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 qui joue au trictrac;
2 p. ext. qui dispose et combine toutes choses en parl. de la divinité.
Étymologie: πεσσεύω.
Greek Monolingual
και πεττευτής, ὁ, Α πεσσεύω
αυτός που παίζει πεσσούς, αυτός που ρίχνει τους πεσσούς.
Greek Monotonic
πεσσευτής: -οῦ, ὁ (πεσσεύω), παίχτης επιτραπέζιου παιχνιδιού με πεσσούς, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
πεσσευτής: атт. πεττευτής, οῦ ὁ игрок в шашки Plat., Polyb.