κατανύσσομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
(5)
 
(1ab)
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατανύσσομαι:''' αόρ. βʹ -ενύγην [ῠ], Παθ., κεντώ, [[τσιμπώ]] [[σοβαρά]] (συγκινούμαι, [[λυπάμαι]] [[βαθιά]]), <i>κατενύγησον τῇ καρδίᾳ</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[τελώ]], βρίσκομαι σε [[σύγχυση]], ναρκώνομαι, [[πέφτω]] σε λήθαργο, LXX.
|lsmtext='''κατανύσσομαι:''' αόρ. βʹ -ενύγην [ῠ], Παθ., κεντώ, [[τσιμπώ]] [[σοβαρά]] (συγκινούμαι, [[λυπάμαι]] [[βαθιά]]), <i>κατενύγησον τῇ καρδίᾳ</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> [[τελώ]], βρίσκομαι σε [[σύγχυση]], ναρκώνομαι, [[πέφτω]] σε λήθαργο, LXX.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor2 -ενύγην<br /><b class="num">I.</b> Pass. to be [[sorely]] pricked, [[κατενύγησαν]] τῇ καρδίᾳ NTest.<br /><b class="num">II.</b> to be stupefied, to [[slumber]], Lxx.
}}
}}

Revision as of 14:45, 9 January 2019

Greek Monotonic

κατανύσσομαι: αόρ. βʹ -ενύγην [ῠ], Παθ., κεντώ, τσιμπώ σοβαρά (συγκινούμαι, λυπάμαι βαθιά), κατενύγησον τῇ καρδίᾳ, σε Καινή Διαθήκη
II. τελώ, βρίσκομαι σε σύγχυση, ναρκώνομαι, πέφτω σε λήθαργο, LXX.

Middle Liddell

aor2 -ενύγην
I. Pass. to be sorely pricked, κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ NTest.
II. to be stupefied, to slumber, Lxx.