θυμίδιον: Difference between revisions
From LSJ
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
(2b) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θῡμίδιον:''' (μῐ) τό ирон. некоторая гневливость, ворчливость (μέλιτος μικρὸν τῷ θυμιδίῳ παραμῖξαι Arph.). | |elrutext='''θῡμίδιον:''' (μῐ) τό ирон. некоторая гневливость, ворчливость (μέλιτος μικρὸν τῷ θυμιδίῳ παραμῖξαι Arph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θῡμίδιον, ου, τό, [Dim. of [[θυμός]], Ar.] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 9 January 2019
English (LSJ)
τό, Dim. of θυμός, Ar.V.878.
German (Pape)
[Seite 1223] τό, dim. von θυμός, Ar. Vesp. 878.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θυμός, Ἀριστοφ. Σφηξ. 878.
Greek Monolingual
θυμίδιον, τὸ (Α)
υποκορ. του θυμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + υποκορ. κατάλ. -ίδιον, πρβλ. εγχειρ-ίδıoν, χοιρ-ίδιον].
Greek Monotonic
θῡμίδιον: τό, υποκορ. του θυμός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
θῡμίδιον: (μῐ) τό ирон. некоторая гневливость, ворчливость (μέλιτος μικρὸν τῷ θυμιδίῳ παραμῖξαι Arph.).
Middle Liddell
θῡμίδιον, ου, τό, [Dim. of θυμός, Ar.]