δικόρυμβος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
(1b)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δικόρυμβος:''' двувершинный ([[Παρνασσός]] Luc.).
|elrutext='''δικόρυμβος:''' двувершинный ([[Παρνασσός]] Luc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δῐ-[[κόρυμβος]], ον <i>adj</i><br />two-[[pointed]], two-peaked, Luc.
}}
}}

Revision as of 15:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικόρυμβος Medium diacritics: δικόρυμβος Low diacritics: δικόρυμβος Capitals: ΔΙΚΟΡΥΜΒΟΣ
Transliteration A: dikórymbos Transliteration B: dikorymbos Transliteration C: dikorymvos Beta Code: diko/rumbos

English (LSJ)

ον,

   A twin-peaked, ἕδρανα, of Parnassus, Pae.Delph.4, cf. Luc. Cont.5.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκόρυμβος: -ον, ὁ δύο ἔχων κορύμβους, δύο κορυφάς, Παρνασσὸς Λουκ. Χαρ. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux sommets.
Étymologie: δίς, κόρυμβος.

Spanish (DGE)

(δῐκόρυμβος) -ον
de dos picos ἕδρανα del Parnaso Pae.Delph.4, cf. Luc.Cont.5, Philostr.VA 2.3, de la figura formada por la constelación de las Hiades, Paul.Sil.Soph.849.

Greek Monolingual

δικόρυμβος, -ον (Α)
φρ. «δικόρυμβος Παρνασσός» — με τις δυο κορφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κόρυμβος «κορφή βουνού»].

Greek Monotonic

δῐκόρυμβος: -ον, αυτός που έχει δύο άκρες, δύο κορυφές, δίκορφος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δικόρυμβος: двувершинный (Παρνασσός Luc.).

Middle Liddell

δῐ-κόρυμβος, ον adj
two-pointed, two-peaked, Luc.