ἀποδημητής: Difference between revisions
From LSJ
τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
(1) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀποδημητής:''' οῦ ὁ любитель путешествовать Thuc. | |elrutext='''ἀποδημητής:''' οῦ ὁ любитель путешествовать Thuc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[ἀποδημέω]]<br />one who goes [[abroad]], Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:27, 9 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who goes abroad, is not tied to his home, opp. ἐνδημότατος, Th.1.70.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδημητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀποδημῶν, ὁ ζῶν ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ, ὁ μὴ ἐνδημῶν, ὁ ταξειδεύων, καὶ ἀποδημηταὶ πρὸς ἐνδημοτάτους Θουκ. 1. 70, πρβλ. Πολυδ. Θ΄, 9.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui voyage à l’étranger.
Étymologie: ἀποδημέω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
alguien que está ausente, en el extranjeroop. ἐνδημότατος Th.1.70.
Greek Monolingual
ἀποδημητής, ο (Α)
αυτός που ξενιτεύεται, που ταξιδεύει.
Greek Monotonic
ἀποδημητής: -οῦ, ὁ, αυτός που ζει ή ταξιδεύει στα ξένα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδημητής: οῦ ὁ любитель путешествовать Thuc.