βυρσότονος: Difference between revisions
From LSJ
λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings
(1b) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βυρσότονος:''' Eur. = [[βυρσοτενής]]. | |elrutext='''βυρσότονος:''' Eur. = [[βυρσοτενής]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βυρσότονος]] -ον zie [[βυρσοτενής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with skin stretched over it, β. κύκλωμα, = τύμπανον, E.Ba.124 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
βυρσότονος: -ον, ὁ ἔχων δέρμα ἐκτεταμένον ἢ τεντωμένον ἐπάνω του, β. κύκλωμα = τύμπανον Εὐρ. Βάκχ. 124.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): βυρσά- Hsch.
tenso de piel κύκλωμα dicho del timbal E.Ba.124, cf. β.· τύμπανον Hsch.
Greek Monolingual
βυρσότονος, -ον (Α)
1. ο βυρσοτενής
2. φρ. «βυρσότονον κύκλωμα» — το τύμπανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + -τονος < τείνω.
Russian (Dvoretsky)
βυρσότονος: Eur. = βυρσοτενής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βυρσότονος -ον zie βυρσοτενής.