Φωκαιεύς: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(4b)
(1b)
Line 10: Line 10:
{{elru
{{elru
|elrutext='''Φωκαιεύς:''' έως ὁ уроженец или житель Фокеи, фокеец Her.
|elrutext='''Φωκαιεύς:''' έως ὁ уроженец или житель Фокеи, фокеец Her.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=a Phocaean, Hdt., Thuc.
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 January 2019

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
habitant de Phocée.
Étymologie: Φώκαια.

Greek Monolingual

-έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. Φωκαεύς, -έως, Α
ο κάτοικος της Φώκαιας, πόλης της Μικράς Ασίας
αρχ.
(με σημ. επιθ.) αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη, φωκαϊκός («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῑς», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φώκαια + κατάλ. -εύς].

Greek Monotonic

Φωκαιεύς: Αττ. Φωκᾱεύς, -έως, , κάτοικος της Φωκίδας, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

Φωκαιεύς: έως ὁ уроженец или житель Фокеи, фокеец Her.

Middle Liddell

a Phocaean, Hdt., Thuc.