οἰκοδομητικός: Difference between revisions
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
(5) |
(1ba) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰκοδομητικός:''' -ή, -όν, [[κατάλληλος]] για [[οικοδόμηση]]· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[αρχιτεκτονική]], σε Λουκ. | |lsmtext='''οἰκοδομητικός:''' -ή, -όν, [[κατάλληλος]] για [[οικοδόμηση]]· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[αρχιτεκτονική]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[οἰκοδομητικός]], ή, όν<br />fitted for [[building]]: ἡ -κή (sc. τέχνἠ [[architecture]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A fitted for building : ἡ -κή (sc. τέχνη) architecture, Luc.Cont.5 (al. -δομική).
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδομητικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος εἰς οἰκοδομήν, ἡ οἰκοδομητικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ ἀρχιτεκτονική, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 5 (ἀλλαχοῦ οἰκοδομική).
Greek Monolingual
οἰκοδομητικός, -ή, -όν (Α) οικοδομητός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οικοδόμηση ή ο κατάλληλος για οικοδόμηση
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰκοδομητική
(ενν. τέχνη) η αρχιτεκτονική.
Greek Monotonic
οἰκοδομητικός: -ή, -όν, κατάλληλος για οικοδόμηση· ἡ -κή (ενν. τέχνη), αρχιτεκτονική, σε Λουκ.
Middle Liddell
οἰκοδομητικός, ή, όν
fitted for building: ἡ -κή (sc. τέχνἠ architecture, Luc.