ἐνερεύγομαι: Difference between revisions

From LSJ

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change

Source
(4)
(1ab)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνερεύγομαι:''' αποθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ <i>-ήρῠγον</i>, [[ρεύομαι]] μέσα, με δοτ., σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐνερεύγομαι:''' αποθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ <i>-ήρῠγον</i>, [[ρεύομαι]] μέσα, με δοτ., σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Dep. with aor2 act. -ήρῠγον<br />to [[belch]] on one, c. dat., Ar.
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνερεύγομαι Medium diacritics: ἐνερεύγομαι Low diacritics: ενερεύγομαι Capitals: ΕΝΕΡΕΥΓΟΜΑΙ
Transliteration A: enereúgomai Transliteration B: enereugomai Transliteration C: enereygomai Beta Code: e)nereu/gomai

English (LSJ)

   A belch on, γυίοις ἰόν Nic.Th.185: also aor.2 Act., ἔμοιγε . . τυροῦ κάκιστον . . ἐνήρῠγεν Ar.V.913.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνερεύγομαι: ἀποθ., ἐρεύγομαι ἐπάνω εἴς τινα, γυίοις ἐνερεύγεται ἰὸν Νικ. Θηρ. 185: ― ὡσαύτως κατ’ ἐνεργ. ἀόρ. β΄, ἔμοιγέ τοι τυροῦ κάκιστον ἀρτίως ἐνήρῠγεν Ἀριστοφ. Σφ. 913.

Greek Monolingual

ἐνερεύγομαι (Α) ερεύγομαι
1. ρεύομαι
2. κάνω εμετό, ξερνώ.

Greek Monotonic

ἐνερεύγομαι: αποθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ -ήρῠγον, ρεύομαι μέσα, με δοτ., σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Dep. with aor2 act. -ήρῠγον
to belch on one, c. dat., Ar.