Ἀττικισμός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor

Source
(3)
(1a)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἀττικισμός:''' ὁ, [[συμπαράταξη]] με το [[μέρος]] των Αθηναίων, [[προσήλωση]] σε αυτούς, σε Θουκ.
|lsmtext='''Ἀττικισμός:''' ὁ, [[συμπαράταξη]] με το [[μέρος]] των Αθηναίων, [[προσήλωση]] σε αυτούς, σε Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[Ἀττικίζω]]<br />a siding with [[Athens]], [[attachment]] to her, Thuc.
}}
}}

Revision as of 20:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀττῐκισμός Medium diacritics: Ἀττικισμός Low diacritics: Αττικισμός Capitals: ΑΤΤΙΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: Attikismós Transliteration B: Attikismos Transliteration C: Attikismos Beta Code: *)attikismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A siding with Athens, loyalty to her, Th.3.64, 4.133.    II = foreg., Alciphr.2.4: pl., ibid., cf. Cic.Att.4.19.1.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀττικισμός: ὁ, τὸ Ἀττικίζειν, τὸ λαμβάνειν τὸ μέρος τῶν Ἀθηναίων, Θουκ. 3. 64., 4. 133. ΙΙ. = τῷ προηγ., Ἀλκίφρ. 2. 4, πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 4. 17.

Greek Monotonic

Ἀττικισμός: ὁ, συμπαράταξη με το μέρος των Αθηναίων, προσήλωση σε αυτούς, σε Θουκ.

Middle Liddell

[from Ἀττικίζω
a siding with Athens, attachment to her, Thuc.