διοδοιπορέω: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
(1b)
(1a)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διοδοιπορέω:''' Her. = [[διοδεύω]].
|elrutext='''διοδοιπορέω:''' Her. = [[διοδεύω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω = [[διοδεύω]], Hdt.]
}}
}}

Revision as of 21:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοδοιπορέω Medium diacritics: διοδοιπορέω Low diacritics: διοδοιπορέω Capitals: ΔΙΟΔΟΙΠΟΡΕΩ
Transliteration A: diodoiporéō Transliteration B: diodoiporeō Transliteration C: diodoiporeo Beta Code: diodoipore/w

English (LSJ)

   A = διοδεύω, τὰς δύο μοίρας [τῆς ὁδοῦ] Hdt.8.129, cf. J. Ap.2.16.

Greek (Liddell-Scott)

διοδοιπορέω: διοδεύω, τὰς δύο μοίρας [τῆς ὁδοῦ] Ἡρόδ. 8. 129.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pqp. épq. 3ᵉ pl. διωδοιπορήκεσαν;
faire route à travers.
Étymologie: διά, ὁδοιπορέω.

Spanish (DGE)

viajar por, atravesar τὰς δύο μοίρας (τῆς ὁδοῦ) Hdt.8.129, τὴν ἄνυδρον ... καὶ πολλὴν ψάμμον I.Ap.2.157, ὁδόν Ezech.169 (cj.).

Russian (Dvoretsky)

διοδοιπορέω: Her. = διοδεύω.

Middle Liddell

fut. ήσω = διοδεύω, Hdt.]