διασκώπτομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
(4)
 
(1a)
 
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διασκώπτομαι:''' μέλ. <i>-ψομαι</i> — Μέσ., [[αστειεύομαι]], [[περιπαίζω]], [[ανταλλάσσω]] περιπαικτικά σχόλια, λέω [[χωρατά]] εδώ και [[εκεί]], σε Ξεν.
|lsmtext='''διασκώπτομαι:''' μέλ. <i>-ψομαι</i> — Μέσ., [[αστειεύομαι]], [[περιπαίζω]], [[ανταλλάσσω]] περιπαικτικά σχόλια, λέω [[χωρατά]] εδώ και [[εκεί]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψομαι<br />Mid. to [[jest]] one with [[another]], [[pass]] jokes to and fro, Xen.
}}
}}

Latest revision as of 21:05, 9 January 2019

Greek Monotonic

διασκώπτομαι: μέλ. -ψομαι — Μέσ., αστειεύομαι, περιπαίζω, ανταλλάσσω περιπαικτικά σχόλια, λέω χωρατά εδώ και εκεί, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ψομαι
Mid. to jest one with another, pass jokes to and fro, Xen.