δυσεξαρίθμητος: Difference between revisions
Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δυσεξαρίθμητος:''' с трудом поддающийся исчислению, неисчислимый Polyb., Plut. | |elrutext='''δυσεξαρίθμητος:''' с трудом поддающийся исчислению, неисчислимый Polyb., Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]εξαρίθμητος, ον<br />[[hard]] to [[enumerate]], Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A hard to count, Plb.3.58.6, Plu.2.667e.
German (Pape)
[Seite 679] schwer zu zählen; Pol. 3, 58; Plut. Symp. 4, 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξᾰρίθμητος: -ον, δυσκόλως ἀριθμούμενος, Πολύβ. 3. 58, 6, Πλούτ. 2. 667Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à énumérer, innombrable.
Étymologie: δυσ-, ἐξαριθμέω.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de contar, incontable κίνδυνοι Plb.3.58.6, ἄλλα δυσεξαρίθμητα ἐνεγκεῖν citar otros innumerables (textos), Origenes Philoc.26.3, ἁμαρτήματα Nil.M.79.576D, c. dat. limitativo (ὄψα) δυσεξαρίθμητα τοῖς γένεσι καὶ ταῖς διαφοραῖς Plu.2.667e.
Greek Monolingual
δυσεξαρίθμητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα μπορεί να αριθμηθεί, ο πολυάριθμος.
Greek Monotonic
δυσεξαρίθμητος: -ον, αυτός που δύσκολα αριθμείται, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
δυσεξαρίθμητος: с трудом поддающийся исчислению, неисчислимый Polyb., Plut.
Middle Liddell
δυσ-εξαρίθμητος, ον
hard to enumerate, Polyb.