ἑλκητήρ: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἑλκητήρ:''' ῆρος adj. тянущий: κτένες [[ἑλκητῆρες]] Anth. грабли или борона. | |elrutext='''ἑλκητήρ:''' ῆρος adj. тянущий: κτένες [[ἑλκητῆρες]] Anth. грабли или борона. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἑλκητήρ]], ῆρος,<br />one that drags, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 9 January 2019
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, one that drags, κτένες ἑλκητῆρες, of a harrow, AP6.297 (Phan.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ χρησιμεύων πρὸς τὸ ἕλκειν, γεωργ. ἐργαλεῖον, κτένας ἑλκητῆρας, κοινῶς «τσουγγράνες», Φανίας ἐν Ἀνθ. Π. 6. 297, 5.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
qui tire, qui arrache.
Étymologie: ἑλκέω.
Spanish (DGE)
-ῆρος
que desgarra fig. κτένες de un rastrillo AP 6.297 (Phan.).
Greek Monolingual
ἑλκητήρ, ο (Α)
γεωργικό εργαλείο, τσουγκράνα.
Greek Monotonic
ἑλκητήρ: -ῆρος, ὀ, αυτός που σύρει, που τραβά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἑλκητήρ: ῆρος adj. тянущий: κτένες ἑλκητῆρες Anth. грабли или борона.
Middle Liddell
ἑλκητήρ, ῆρος,
one that drags, Anth.