ἐξοινόομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
(4)
(1ab)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξοινόομαι:''' Παθ., είμαι μεθυσμένος, μτχ. παρακ. [[ἐξῳνωμένος]], μεθυσμένος, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐξοινόομαι:''' Παθ., είμαι μεθυσμένος, μτχ. παρακ. [[ἐξῳνωμένος]], μεθυσμένος, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Pass. to be [[drunk]], perf. [[part]]. [[ἐξῳνωμένος]] [[drunken]], Eur.
}}
}}

Revision as of 22:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξοινόομαι Medium diacritics: ἐξοινόομαι Low diacritics: εξοινόομαι Capitals: ΕΞΟΙΝΟΟΜΑΙ
Transliteration A: exoinóomai Transliteration B: exoinoomai Transliteration C: eksoinoomai Beta Code: e)coino/omai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be drunk, ἐξῳνωμένος (Elmsl. for ἐξοιν-) drunken, E.Ba.814, Ath.2.38e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοινόομαι: παθ., μεθύσκομαι, ἐξῳνωμένος (οὕτως ὁ Elmsl ἀντὶ ἐξοιν-), ἐμπεπωκὼς πολὺν οἶνον, οἰνοβαρῶν, Εὐρ. Βάκχ. 814, Ἀθήν. 38Ε.

Greek Monotonic

ἐξοινόομαι: Παθ., είμαι μεθυσμένος, μτχ. παρακ. ἐξῳνωμένος, μεθυσμένος, σε Ευρ.

Middle Liddell


Pass. to be drunk, perf. part. ἐξῳνωμένος drunken, Eur.