ἐνσημαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source
(4)
(1ab)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνσημαίνομαι:''' μέλ. <i>-ᾰνοῦμαι</i>· Μέσ., εκδηλώνομαι, γνωστοποιούμαι, κοινολογούμαι, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἐνσημαίνομαι:''' μέλ. <i>-ᾰνοῦμαι</i>· Μέσ., εκδηλώνομαι, γνωστοποιούμαι, κοινολογούμαι, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ᾰνοῦμαι<br />Mid. to [[intimate]], Xen.
}}
}}

Revision as of 22:01, 9 January 2019

French (Bailly abrégé)

1 signifier, montrer, témoigner;
2 signifier, faire savoir;
3 marquer un signe : τύπον τινί PLAT marquer une empreinte dans l’âme ou dans l’esprit de qqn;
4 se faire des signes l’un à l’autre.
Étymologie: ἐν, σημαίνω.

Greek Monotonic

ἐνσημαίνομαι: μέλ. -ᾰνοῦμαι· Μέσ., εκδηλώνομαι, γνωστοποιούμαι, κοινολογούμαι, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. -ᾰνοῦμαι
Mid. to intimate, Xen.