Θησεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
(4)
(1ab)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Θησεῖον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> το [[ιερό]] του Θησέα, [[καταφύγιο]] εγκληματιών και δραπετών [[δούλων]] σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>τὰ Θησεῖα</i> (ενν. [[ἱερά]]), η [[γιορτή]] προς τιμήν του Θησέα, στον ίδ.
|lsmtext='''Θησεῖον:''' τό,<br /><b class="num">I.</b> το [[ιερό]] του Θησέα, [[καταφύγιο]] εγκληματιών και δραπετών [[δούλων]] σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>τὰ Θησεῖα</i> (ενν. [[ἱερά]]), η [[γιορτή]] προς τιμήν του Θησέα, στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Θησεῖον]], ου, τό,<br /><b class="num">I.</b> the [[temple]] of [[Theseus]], a [[sanctuary]] for criminals and [[runaway]] slaves, Ar.<br /><b class="num">II.</b> τὰ Θησεῖα, ( sc. [[ἱερά]]) the [[festival]] of [[Theseus]], Ar.
}}
}}

Revision as of 23:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Θησεῖον Medium diacritics: Θησεῖον Low diacritics: Θησείον Capitals: ΘΗΣΕΙΟΝ
Transliteration A: Thēseîon Transliteration B: Thēseion Transliteration C: THiseion Beta Code: *qhsei=on

English (LSJ)

τό,

   A temple of Theseus, a sanctuary (ἄσυλον) for criminals and slaves, Ar.Eq.1312,Fr.567:—also Θησέον, Pherecr.49 (cf. Et.Gen.).    II Θησεῖα, τά, festival of Theseus, Ar.Pl.627:—also Θησέα, SIG1029.78 (iv B.C.).    III θησεῖον, τό, holewort, Corydalis densiflora, Thphr.HP7.12.3, Plin.HN21.107.

Greek (Liddell-Scott)

Θησεῖον: (ἢ Θησεῖον καθ’ Ἡρῳδιανὸν ἐν Κραμήρου Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 252, 17), τό, ὁ ναὸς τοῦ Θησέως, θεωρούμενος ὡς ἄσυλον, εἰς ὃ ἐγκληματίαι ἠδύναντο νὰ καταφύγωσιν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1312, Ἀποσπ. 477, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 21, 4. 10., 90, 21: ― ὁ τύπος Θήσιον ἀναφέρεται ἐν Ἀν. Ὀξ. 2. 219. ΙΙ. τὰ Θησεῖα ἢ Θήσεια (ἐξυπ. ἱερά), ἡ ἑορτὴ τοῦ Θησέως, Ἀριστοφ. Πλ. 627. ΙΙΙ. θήσειον, τό, ἄνθος τι, Ἀθην. 684F, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 7. 12, 3.

French (Bailly abrégé)

v. Θήσειος.

Greek Monotonic

Θησεῖον: τό,
I. το ιερό του Θησέα, καταφύγιο εγκληματιών και δραπετών δούλων σε Αριστοφ.
II. τὰ Θησεῖα (ενν. ἱερά), η γιορτή προς τιμήν του Θησέα, στον ίδ.

Middle Liddell

Θησεῖον, ου, τό,
I. the temple of Theseus, a sanctuary for criminals and runaway slaves, Ar.
II. τὰ Θησεῖα, ( sc. ἱερά) the festival of Theseus, Ar.