καρανιστής: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
(2b)
(1ab)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰρᾱνιστής:''' οῦ adj. m Eur. = [[καρανιστήρ]].
|elrutext='''κᾰρᾱνιστής:''' οῦ adj. m Eur. = [[καρανιστήρ]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰρᾱνιστής, οῦ, = κάρᾱνον, Eur.]
}}
}}

Revision as of 23:45, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 1325] ὁ, den Kopf, das Leben kostend, μόρος Eur. Rhes. 817.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρᾱνιστής: ῆρος, ὁ, ἀποβλέπων τὴν ἀποτομὴν τῆς κεφαλῆς, καρανιστῆρες ὀφθαλμωρύχοι δίκαι Αἰσχύλ. Εὐμ. 186· - οὕτω, καρανιστὴς μόρος, θάνατος δι’ ἀποκεφαλισμοῦ, Εὐρ. Ρῆσ. 817.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
qui arrache la tête, la vie.
Étymologie: *καρανίζω de κάρα.

Greek Monolingual

(καρανιστής, ὁ) (Α)
αυτός που θανατώνει με αποκεφαλισμό («καρανιστὴς μόρος» — θάνατος με αποκεφαλισμό, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρανον, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. καρανίζω].

Greek Monotonic

κᾰρᾱνιστής: -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰρᾱνιστής: οῦ adj. m Eur. = καρανιστήρ.

Middle Liddell

κᾰρᾱνιστής, οῦ, = κάρᾱνον, Eur.]