καταφθινύθω: Difference between revisions
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
(nl) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καταφθινύθω [καταφθίνω] verwoesten. | |elnltext=καταφθινύθω [καταφθίνω] verwoesten. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt== [[καταφθίω]], Hhymn.] | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῠ],
A = καταφθίω, h.Cer.353, Emp. 111.4; cf. sq.
Greek (Liddell-Scott)
καταφθινύθω: ῠ, καταφθίω, τινὰς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 354· ἄνεμοι κ. ἄρουραν Ἐμπεδ. 465· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
Greek Monolingual
καταφθινύθω (Α)
(ποιητ. τ.) καταφθίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φθινύθω, ποιητ. τ. του φθίω «καταστρέφω»].
Greek Monotonic
καταφθῐνύθω: [ῠ], = καταφθίω, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
καταφθῐνύθω: (только praes.) губить, уничтожать (τιμάς HH; ἀρούρας Emped.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταφθινύθω [καταφθίνω] verwoesten.
Middle Liddell
= καταφθίω, Hhymn.]