στενολέσχης: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στενολέσχης:''' -ου, ὁ, [[λιγομίλητος]], [[λεπτολόγος]], αυτός που μιλάει με σοφιστείες ή με σχολαστικισμό.
|lsmtext='''στενολέσχης:''' -ου, ὁ, [[λιγομίλητος]], [[λεπτολόγος]], αυτός που μιλάει με σοφιστείες ή με σχολαστικισμό.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στενο-[[λέσχης]], ου, ὁ,<br />a quibbler.
}}
}}

Revision as of 01:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενολέσχης Medium diacritics: στενολέσχης Low diacritics: στενολέσχης Capitals: ΣΤΕΝΟΛΕΣΧΗΣ
Transliteration A: stenoléschēs Transliteration B: stenoleschēs Transliteration C: stenoleschis Beta Code: stenole/sxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one that talks subtly, quibbler, Suid.

German (Pape)

[Seite 935] ὁ, der wenig, bündig, sein Redende, Schwatzende, λεπτολόγος Suid.

Greek (Liddell-Scott)

στενολέσχης: -ου, ὁ, λαλῶν ἢ ὁμιλῶν μετὰ πανουργίας, σοφιστευόμενος, μικρολόγος, λεπτολόγος, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui discute sur des riens SUID.
Étymologie: στενός, λέσχη.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που μιλά για κάτι με τρόπο σοφιστικό, με σοφίσματα, με πονηριές
2. ολιγόλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -λέσχης (< λέσχη «φλυαρία»), πρβλ. πλατυ-λέσχης.

Greek Monotonic

στενολέσχης: -ου, ὁ, λιγομίλητος, λεπτολόγος, αυτός που μιλάει με σοφιστείες ή με σχολαστικισμό.

Middle Liddell

στενο-λέσχης, ου, ὁ,
a quibbler.