σύμπνους: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(39)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν και [[σύμπνοος]], -οον, Α [[συμπνέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ζωογονείται από την [[ίδια]] [[πνοή]] («τὸ φύσει διοικεῑσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ [[ὄντα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύμφωνος]], [[ταιριαστός]]<br /><b>3.</b> [[ομόγνωμος]].
|mltxt=-ουν και [[σύμπνοος]], -οον, Α [[συμπνέω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ζωογονείται από την [[ίδια]] [[πνοή]] («τὸ φύσει διοικεῑσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ [[ὄντα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύμφωνος]], [[ταιριαστός]]<br /><b>3.</b> [[ομόγνωμος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σύμπνους]], ουν, [[συμπνέω]]<br />[[animated]] by one [[breath]], in [[accord]] with, τινι Anth.
}}
}}

Revision as of 01:35, 10 January 2019

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. σύμπνοος.

Greek Monolingual

-ουν και σύμπνοος, -οον, Α συμπνέω
1. αυτός που ζωογονείται από την ίδια πνοή («τὸ φύσει διοικεῑσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ ὄντα», Πλούτ.)
2. σύμφωνος, ταιριαστός
3. ομόγνωμος.

Greek Monolingual

-ουν και σύμπνοος, -οον, Α συμπνέω
1. αυτός που ζωογονείται από την ίδια πνοή («τὸ φύσει διοικεῑσθαι τόνδε τὸν κόσμον, σύμπνουν καὶ συμπαθῆ αὐτὸν αὐτῷ ὄντα», Πλούτ.)
2. σύμφωνος, ταιριαστός
3. ομόγνωμος.

Middle Liddell

σύμπνους, ουν, συμπνέω
animated by one breath, in accord with, τινι Anth.