τετρώροφος: Difference between revisions

From LSJ

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τετρώροφος:''' четырехэтажный ([[οἰκία]] Her.).
|elrutext='''τετρώροφος:''' четырехэтажный ([[οἰκία]] Her.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετρ-ώροφος, ον, [[ὀροφή]]<br />of [[four]] stories, Hdt.
}}
}}

Revision as of 01:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρώροφος Medium diacritics: τετρώροφος Low diacritics: τετρώροφος Capitals: ΤΕΤΡΩΡΟΦΟΣ
Transliteration A: tetrṓrophos Transliteration B: tetrōrophos Transliteration C: tetrorofos Beta Code: tetrw/rofos

English (LSJ)

ον,

   A of four stories, Hdt.1.180 (v.l. for -οροφ-), Ph.2.143, App.Pun.95.

German (Pape)

[Seite 1100] von vier Stockwerken, Her. 1, 180.

Greek (Liddell-Scott)

τετρώροφος: -ον, ὁ ἐκ τεσσάρων ὀροφῶν ἀποτελούμενος, τετράστεγος, μὲ τέσσαρα πατώματα, Ἡρόδ. 1. 180.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre étages.
Étymologie: τέτταρες, ὄροφος.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. τετραώροφος.

Greek Monotonic

τετρώροφος: -ον (ὀροφή), αυτός που αποτελείται από τέσσερις ορόφους, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τετρώροφος: четырехэтажный (οἰκία Her.).

Middle Liddell

τετρ-ώροφος, ον, ὀροφή
of four stories, Hdt.