ταρφειός: Difference between revisions

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
(6)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ταρφειός:''' -ά, -όν, βλ. [[ταρφύς]].
|lsmtext='''ταρφειός:''' -ά, -όν, βλ. [[ταρφύς]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ταρφειός]], ή, όν [v. [[ταρφύς]].]
}}
}}

Revision as of 01:50, 10 January 2019

German (Pape)

[Seite 1072] = ταρφός, Hom. nur in der Il. u. nur im fem. plur., ταρφειαὶ νιφάδες, κόρυθες, 12, 158. 19, 357. 359, was, mit leichter Aenderung ταρφεῖαι geschrieben, in Uebereinstimmung mit ταρφέες gebracht u. von ταρφύς abgeleitet werden könnte; vgl. θαμειός u. θαμέες.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
(επικ. τ.) ταρφύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τάρφος.

Greek Monotonic

ταρφειός: -ά, -όν, βλ. ταρφύς.

Middle Liddell

ταρφειός, ή, όν [v. ταρφύς.]