ὑπερμάκης: Difference between revisions
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(4b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπερμάκης:''' (ᾱ) дор. Pind. = [[ὑπερμήκης]]. | |elrutext='''ὑπερμάκης:''' (ᾱ) дор. Pind. = [[ὑπερμήκης]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑπερ-μά¯κης, ες [doric for [[ὑπερμήκης]].] | |||
}} | }} |
Revision as of 02:09, 10 January 2019
English (LSJ)
A v. ὑπερμήκης.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερμάκης: [ᾱ], ες, Δωρικ. ἀντὶ ὑπερμήκης, Πίνδ.
English (Slater)
ὑπερμᾱκης
1 tremendous Ἀθαναία ἀλάλαξεν ὑπερμάκει βοᾷ (O. 7.37)
Greek Monolingual
ὑπέρμακες, Α
(δωρ. τ.) βλ. ὑπερμήκης.
Greek Monotonic
ὑπερμάκης: [ᾱ], -ες, Δωρ. αντί ὑπερ-μήκης.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερμάκης: (ᾱ) дор. Pind. = ὑπερμήκης.
Middle Liddell
ὑπερ-μά¯κης, ες [doric for ὑπερμήκης.]