χαλκευτής: Difference between revisions
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
(4b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χαλκευτής:''' οῦ ὁ досл. кузнец, перен. мастер, сочинитель: ὕμνων χ. Anth. = [[Πίνδαρος]]. | |elrutext='''χαλκευτής:''' οῦ ὁ досл. кузнец, перен. мастер, сочинитель: ὕμνων χ. Anth. = [[Πίνδαρος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[χαλκευτής]], οῦ, ὁ, = [[χαλκεύς]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 10 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = χαλκεύς, χ. ὕμνων AP7.34 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 1330] ὁ, = χαλκεύς, der Schmied, auch übertr., ὕμνων, Antp. Sid. 79 (VII, 34), so heißt Pindar.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκευτής: -οῦ, ὁ, = χαλκεύς. Πιερικὰν σάλιπγγα, τὸν εὐαγέων βαρὺν ὕμνων χαλκευτὰν κατέχει Πίνδαρον ἅδε κόνις Ἀνθ. Π. 7. 34.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ χαλκεύω
χαλκεύς, χαλκουργός
νεοελλ.
1. πλάστης, δημιουργός
2. μτφ. συκοφάντης, μηχανορράφος
αρχ.
(γενικά) τεχνίτης, κατασκευαστής.
Greek Monotonic
χαλκευτής: -οῦ, ὁ, = χαλκεύς, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκευτής: οῦ ὁ досл. кузнец, перен. мастер, сочинитель: ὕμνων χ. Anth. = Πίνδαρος.