χειροποιέω: Difference between revisions
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
(6) |
(1b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χειροποιέω:''' φτιάχνω με το [[χέρι]] — Μέσ., χειροποιεῖται [[τάδε]], διαπράττει αυτές τις ενέργειες, σε Σοφ. | |lsmtext='''χειροποιέω:''' φτιάχνω με το [[χέρι]] — Μέσ., χειροποιεῖται [[τάδε]], διαπράττει αυτές τις ενέργειες, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χειρο-[[ποιέω]],<br />to make by [[hand]]:—Mid., χειροποιεῖται [[τάδε]] perpetrates these acts, Soph. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 02:35, 10 January 2019
German (Pape)
[Seite 1346] mit den Händen thun, machen; auch med., Soph. Tr. 887; vgl. Jac. zu Ach. Tat. 626.
Greek (Liddell-Scott)
χειροποιέω: ποιῶ διὰ χειρός, κατασκευάζω, δημιουργῶ, πλάττω, ματαίως ἐχειροποίει Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 554Α. - Μέσ., αὐτὴ πρὸς αὑτῆς χειροποιεῖται τάδε, «ταῦτα τῇ χειρὶ ἑαυτῆς διεπράξατο» (Σχόλ.), Σοφ. Τρ. 891.
Greek Monotonic
χειροποιέω: φτιάχνω με το χέρι — Μέσ., χειροποιεῖται τάδε, διαπράττει αυτές τις ενέργειες, σε Σοφ.
Middle Liddell
χειρο-ποιέω,
to make by hand:—Mid., χειροποιεῖται τάδε perpetrates these acts, Soph.