χελιδονίς: Difference between revisions
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
(4b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χελῑδονίς:''' ίδος ἡ Anth. = [[χελιδών]]. | |elrutext='''χελῑδονίς:''' ίδος ἡ Anth. = [[χελιδών]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χελῑδονίς, ίδος, ἡ, [poetic for [[χελιδών]], Anth.] | |||
}} | }} |
Revision as of 02:35, 10 January 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ, poet. for χελιδών, AP6.160 (Antip.Sid.): metaph. of a poetess, IG14.1892 (Rome).
German (Pape)
[Seite 1348] ίδος, ἡ, poet. = χελιδών, s. Jac. A. P. 266.
Greek (Liddell-Scott)
χελῑδονίς: -ίδος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ χελιδών, Ἀνθ. Παλατ. 6. 160., 7. 210, παράρτ. 210.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. το χελιδόνι
2. μτφ. ποιήτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδών, -όνος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. δελφιν-ίς)].
Greek Monotonic
χελῑδονίς: -ίδος, ἡ, ποιητ. αντί χελιδών, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χελῑδονίς: ίδος ἡ Anth. = χελιδών.
Middle Liddell
χελῑδονίς, ίδος, ἡ, [poetic for χελιδών, Anth.]