χιονοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(4b)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''χιονοτρόφος:''' покрытый снегом, снеговой ([[Κιθαιρών]] Eur.).
|elrutext='''χιονοτρόφος:''' покрытый снегом, снеговой ([[Κιθαιρών]] Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χιονο-τρόφος, ον, = [[χιονοθρέμμων]], Eur.]
}}
}}

Revision as of 02:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐονοτρόφος Medium diacritics: χιονοτρόφος Low diacritics: χιονοτρόφος Capitals: ΧΙΟΝΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: chionotróphos Transliteration B: chionotrophos Transliteration C: chionotrofos Beta Code: xionotro/fos

English (LSJ)

ον,

   A = χιονοθρέμμων, Ἀρτέμιδος -τρόφον ὄμμα Κιθαιρών E.Ph.802 (hex.).

German (Pape)

[Seite 1356] Schnee nährend, hegend, wie χιονοθρέμμων, Κιθαιρών Eur. Phoen. 809.

Greek (Liddell-Scott)

χιονοτρόφος: -ον, χιονοθρέμμων, ὦ ζαθέων πετάλων πολυθηρότατον νάπος Ἀρτέμιδος χιονοτρόφον ὄμμα Κιθαιρὼν Εὐρ. Φοίν. 803.

Greek Monolingual

-ον, Α
χιονοθρέμμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος].

Greek Monotonic

χῐονοτρόφος: -ον, = χῐονοθρέμμων, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χιονοτρόφος: покрытый снегом, снеговой (Κιθαιρών Eur.).

Middle Liddell

χιονο-τρόφος, ον, = χιονοθρέμμων, Eur.]