χρυσοκάρηνος: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρῡσοκάρηνος:''' [ᾰ], -ον, Δωρ. -ᾶνος, αυτός που έχει [[κεφάλι]] από χρυσό, σε Ευρ. | |lsmtext='''χρῡσοκάρηνος:''' [ᾰ], -ον, Δωρ. -ᾶνος, αυτός που έχει [[κεφάλι]] από χρυσό, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χρῡσο-κά˘ρηνος, ον,<br />with [[head]] of [[gold]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:50, 10 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ον, Dor. -ᾱνος,
A with head of gold, E.HF 375 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1381] dor. χρυσοκάρανος, mit goldenem Haupte, Eur. Herc. fur. 375.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοκάρηνος: [ᾰ], -ον, Δωρικ. -ᾶνος, ὁ ἔχων κεφαλὴν χρυσῆν, Εὐρ. Μαιν. 375.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. χρυσοκάρανος, -ον, Α
αυτός που έχει χρυσή κεφαλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο-κάρηνος].
Greek Monotonic
χρῡσοκάρηνος: [ᾰ], -ον, Δωρ. -ᾶνος, αυτός που έχει κεφάλι από χρυσό, σε Ευρ.